denigrate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | denigrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | denigrates |
αόριστος | denigrated |
παθητική μετοχή | denigrated |
ενεργητική μετοχή | denigrating |
Ρήμα
επεξεργασία- κακολογώ, επικρίνω κάποιον ή κάτι άδικα· μειώνω, λέω ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει καμία αξία ή δεν είναι σημαντικό