ενεστώτας denigrate
γ΄ ενικό ενεστώτα denigrates
αόριστος denigrated
παθητική μετοχή denigrated
ενεργητική μετοχή denigrating

denigrate (en) (επίσημο)

  • κακολογώ, επικρίνω κάποιον ή κάτι άδικα· μειώνω, λέω ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει καμία αξία ή δεν είναι σημαντικό
    ⮡  It’s not right to denigrate someone without knowing the whole truth.
    Δεν είναι σωστό να κακολογείς κάποιον χωρίς να ξέρεις όλη την αλήθεια.
    ⮡  Don't denigrate your achievements.
    Μη μειώνεις τα επιτεύγματά σου.
     συνώνυμα: belittle, → και δείτε τις λέξεις degrade και slander