Επίθετο

επεξεργασία

based (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)

  1. βασισμένος, κάτι που αναπτύσσεται από αυτό
    ⮡  a movie based on Zola’s novel of the same name - ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζόλα
    ⮡  His conclusion were based on serious arguments.
    Τα συμπεράσματά του ήταν βασισμένα (πάνω) σε σοβαρά επιχειρήματα.
    ⮡  Programs based on experience are needed.
    Χρειάζονται προγράμματα βασισμένα στην εμπειρία.
  2. που εδρεύει, έχει την έδρα του, τη βάση του, σε συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  The Court of Appeals is based in Patras.
    Το Εφετείο εδερεύει στην Πάτρα.
    ⮡  Their European representative is based in France.
    Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
  3. (σε σύνθετα, -based) βασισμένος σε κάτι, που περιέχει κάτι ως σημαντικό μέρος ή χαρακτηριστικό
    ⮡  Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
    Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

based (en)