based
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbased (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- βασισμένος, κάτι που αναπτύσσεται από αυτό
- ⮡ a movie based on Zola’s novel of the same name - ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζόλα
- ⮡ His conclusion were based on serious arguments.
- Τα συμπεράσματά του ήταν βασισμένα (πάνω) σε σοβαρά επιχειρήματα.
- ⮡ Programs based on experience are needed.
- Χρειάζονται προγράμματα βασισμένα στην εμπειρία.
- που εδρεύει, έχει την έδρα του, τη βάση του, σε συγκεκριμένο μέρος
- ⮡ The Court of Appeals is based in Patras.
- Το Εφετείο εδερεύει στην Πάτρα.
- ⮡ Their European representative is based in France.
- Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
- ⮡ The Court of Appeals is based in Patras.
- (σε σύνθετα, -based) βασισμένος σε κάτι, που περιέχει κάτι ως σημαντικό μέρος ή χαρακτηριστικό
- ⮡ Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
- Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.
- ⮡ Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbased (en)