Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

based (en)

  1. που έχει (ισχυρή) βάση, εδραιωμένος
  2. βασισμένος
  3. στηριγμένος
  4. που εδρεύει, έχει την έδρα του, τη βάση του, σε συγκεκριμένο σημείο (για εταιρεία ή οργανισμό)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

based (en)