• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εδρεύω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εδρεύω < (ελληνιστική κοινή) ἑδρεύω < αρχαία ελληνική ἕδρα < ἔδος / ἕζομαι < πρωτοελληνική *heďďomai < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *séd-ye- < *sed-

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈðɾe.vo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

εδρεύω

  1. έχω την έδρα μου κάπου, βρίσκομαι, έχω εγκατασταθεί κάπου
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ενεδρεύω
  • κατοικοεδρεύω
  • → δείτε τη λέξη έδρα

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • προεδρεύω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εδρεύω
  • αγγλικά : seat (en)
  • γερμανικά : Sitz (de), residieren (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εδρεύω&oldid=5468949"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 15:21
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 15:21.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie