εγκατασταθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεγκατασταθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εγκαθίσταμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκαθίσταμαι
- θα εγκατασταθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκαθίσταμαι