Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατοικοεδρεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατοικοεδρεύω
<
κατοικώ
+
-ο-
+
εδρεύω
Ρήμα
επεξεργασία
κατοικοεδρεύω
κατοικώ
κάπου,
έχω
τη
μόνιμη
έδρα
μου
Συγγενικά
επεξεργασία
διαμένω
ενδιαιτώμαι
κατοικώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατοικοεδρεύω
→
δείτε
τη λέξη
διαμένω