Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοικοεδρεύω < κατοικώ + -ο- + εδρεύω

  Ρήμα επεξεργασία

κατοικοεδρεύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία