βασισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βασίζω
Μετοχή επεξεργασία
βασισμένος, -η, -ο
- που έχει βασιστεί πάνω σε κάτι άλλο (συνήθως για πνευματικό-καλλιτεχνικό έργο)
- η τανία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα ...