ενεστώτας base on
γ΄ ενικό ενεστώτα bases on
αόριστος based on
παθητική μετοχή based on
ενεργητική μετοχή basing on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
base on < → δείτε τις λέξεις base και on

base on (en)

  • βασίζω σε, στηρίζω σε, χρησιμοποιώ μια ιδέα, ένα γεγονός, μια κατάσταση κτλ. ως βάση από την οποία μπορεί να αναπτυχθεί κάτι
    ⮡  Do you base your future on chance?
    Βασίζεις το μέλλον σου στην πιθανότητα;
    ⮡  The film was based on the novel of the same name.
    Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα.
    ⮡  The ideas are based on his writings.
    Οι ιδέες στηρίζονται στα γραπτά του.

Άλλες μορφές

επεξεργασία