τσεκουλατούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσεκουλατούρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική zoccolatura "σοβατεπί" < ιταλ. zoccolo "ξύλινο πέδιλο, βάση" + -atura "-ατουρα" (επίθημα σχηματισμού ουσιαστικών από ρήματα) (δες it:zoccolatura)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσεκουλατούρα θηλυκό