λωρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λωρίδα | οι | λωρίδες |
γενική | της | λωρίδας | των | λωρίδων |
αιτιατική | τη | λωρίδα | τις | λωρίδες |
κλητική | λωρίδα | λωρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λωρίδα < (καθαρεύουσα) λωρίς < (ελληνιστική κοινή) λῶρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλωρίδα θηλυκό
- στενόμακρο παραλληλόγραμμο κομμάτι υφάσματος
- στενόμακρο παραλληλόγραμμο τμήμα ενός μεγαλύτερου αντικειμένου
- δρόμος με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση
- στενόμακρη περιοχή
- Η Λωρίδα της Γάζας