Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λωρίδα οι λωρίδες
      γενική της λωρίδας των λωρίδων
    αιτιατική τη λωρίδα τις λωρίδες
     κλητική λωρίδα λωρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λωρίδα < (καθαρεύουσα) λωρίς < (ελληνιστική κοινή) λῶρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λωρίδα θηλυκό

  1. στενόμακρο παραλληλόγραμμο κομμάτι υφάσματος
  2. στενόμακρο παραλληλόγραμμο τμήμα ενός μεγαλύτερου αντικειμένου
    δρόμος με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση
  3. στενόμακρη περιοχή
    Η Λωρίδα της Γάζας

  Μεταφράσεις επεξεργασία