Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
strip strips

strip (en)

  1. η λωρίδα, η λουρίδα, ένα μακρόστενο κομμάτι χαρτί, μέταλλο, ύφασμα , κτλ.
    strips of paper/metal - λουρίδες χαρτί/μετάλλου
  2. η λωρίδα, η λουρίδα, μια μακρόστενη περιοχή γης, θάλασσας κτλ.
    the Gaza Strip - η Λωρίδα της Γάζας
    a narrow strip of garden - μια στενή λουρίδα κήπου
  3. (συνήθως στον ενικό) το στριπτίζ, συντομευμένη εκδοχή της λέξης striptease
ενεστώτας strip
γ΄ ενικό ενεστώτα strips
αόριστος stripped
παθητική μετοχή stripped
ενεργητική μετοχή stripping

strip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, αφαιρώ όλα ή τα περισσότερα από τα ρούχα μου ή τα ρούχα κάποιου άλλου
    They stripped him of his clothes.
    Τον έβγαλαν τα ρούχα.
  2. (μεταβατικό) ξεφλουδίζω, βγάζω, αφαιρώ ένα στρώμα από κάτι, ειδικά για να είναι εντελώς εκτεθειμένο
    The trunk of the tree was stripped.
    Ξεφλουδίστηκε ο κορμός του δέντρου.
    I am stripping the bark off of a tree.
    Βγάζω τη φλούδα από ένα δέντρο.

Συγγενικά

επεξεργασία