ξεφλουδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεφλουδίζω
- αφαιρώ τη φλούδα από έναν καρπό, συνήθως με το χέρι ή και με τη βοήθεια μαχαιριού
- χάνω κομμάτια από το εξωτερικό μου στρώμα
- κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφλουδίζω | ξεφλούδιζα | θα ξεφλουδίζω | να ξεφλουδίζω | ξεφλουδίζοντας | |
β' ενικ. | ξεφλουδίζεις | ξεφλούδιζες | θα ξεφλουδίζεις | να ξεφλουδίζεις | ξεφλούδιζε | |
γ' ενικ. | ξεφλουδίζει | ξεφλούδιζε | θα ξεφλουδίζει | να ξεφλουδίζει | ||
α' πληθ. | ξεφλουδίζουμε | ξεφλουδίζαμε | θα ξεφλουδίζουμε | να ξεφλουδίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεφλουδίζετε | ξεφλουδίζατε | θα ξεφλουδίζετε | να ξεφλουδίζετε | ξεφλουδίζετε | |
γ' πληθ. | ξεφλουδίζουν(ε) | ξεφλούδιζαν ξεφλουδίζαν(ε) |
θα ξεφλουδίζουν(ε) | να ξεφλουδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφλούδισα | θα ξεφλουδίσω | να ξεφλουδίσω | ξεφλουδίσει | ||
β' ενικ. | ξεφλούδισες | θα ξεφλουδίσεις | να ξεφλουδίσεις | ξεφλούδισε | ||
γ' ενικ. | ξεφλούδισε | θα ξεφλουδίσει | να ξεφλουδίσει | |||
α' πληθ. | ξεφλουδίσαμε | θα ξεφλουδίσουμε | να ξεφλουδίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεφλουδίσατε | θα ξεφλουδίσετε | να ξεφλουδίσετε | ξεφλουδίστε | ||
γ' πληθ. | ξεφλούδισαν ξεφλουδίσαν(ε) |
θα ξεφλουδίσουν(ε) | να ξεφλουδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφλουδίσει | είχα ξεφλουδίσει | θα έχω ξεφλουδίσει | να έχω ξεφλουδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφλουδίσει | είχες ξεφλουδίσει | θα έχεις ξεφλουδίσει | να έχεις ξεφλουδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφλουδίσει | είχε ξεφλουδίσει | θα έχει ξεφλουδίσει | να έχει ξεφλουδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφλουδίσει | είχαμε ξεφλουδίσει | θα έχουμε ξεφλουδίσει | να έχουμε ξεφλουδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφλουδίσει | είχατε ξεφλουδίσει | θα έχετε ξεφλουδίσει | να έχετε ξεφλουδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφλουδίσει | είχαν ξεφλουδίσει | θα έχουν ξεφλουδίσει | να έχουν ξεφλουδίσει |
|