αποφλοιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποφλοιώνω
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα συνήθως δε χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή και αναφέρεται συχνότερα σε αυτοματοποιημένη ή τη βιομηχανοποιημένη διαδικασία αφαίρεσης του φλοιού από καρπούς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποφλοιώνω | αποφλοίωνα | θα αποφλοιώνω | να αποφλοιώνω | αποφλοιώνοντας | |
β' ενικ. | αποφλοιώνεις | αποφλοίωνες | θα αποφλοιώνεις | να αποφλοιώνεις | αποφλοίωνε | |
γ' ενικ. | αποφλοιώνει | αποφλοίωνε | θα αποφλοιώνει | να αποφλοιώνει | ||
α' πληθ. | αποφλοιώνουμε | αποφλοιώναμε | θα αποφλοιώνουμε | να αποφλοιώνουμε | ||
β' πληθ. | αποφλοιώνετε | αποφλοιώνατε | θα αποφλοιώνετε | να αποφλοιώνετε | αποφλοιώνετε | |
γ' πληθ. | αποφλοιώνουν(ε) | αποφλοίωναν αποφλοιώναν(ε) |
θα αποφλοιώνουν(ε) | να αποφλοιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποφλοίωσα | θα αποφλοιώσω | να αποφλοιώσω | αποφλοιώσει | ||
β' ενικ. | αποφλοίωσες | θα αποφλοιώσεις | να αποφλοιώσεις | αποφλοίωσε | ||
γ' ενικ. | αποφλοίωσε | θα αποφλοιώσει | να αποφλοιώσει | |||
α' πληθ. | αποφλοιώσαμε | θα αποφλοιώσουμε | να αποφλοιώσουμε | |||
β' πληθ. | αποφλοιώσατε | θα αποφλοιώσετε | να αποφλοιώσετε | αποφλοιώστε | ||
γ' πληθ. | αποφλοίωσαν αποφλοιώσαν(ε) |
θα αποφλοιώσουν(ε) | να αποφλοιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποφλοιώσει | είχα αποφλοιώσει | θα έχω αποφλοιώσει | να έχω αποφλοιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποφλοιώσει | είχες αποφλοιώσει | θα έχεις αποφλοιώσει | να έχεις αποφλοιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποφλοιώσει | είχε αποφλοιώσει | θα έχει αποφλοιώσει | να έχει αποφλοιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποφλοιώσει | είχαμε αποφλοιώσει | θα έχουμε αποφλοιώσει | να έχουμε αποφλοιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποφλοιώσει | είχατε αποφλοιώσει | θα έχετε αποφλοιώσει | να έχετε αποφλοιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποφλοιώσει | είχαν αποφλοιώσει | θα έχουν αποφλοιώσει | να έχουν αποφλοιώσει |
|