αποφλοιωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποφλοιωτής < αποφλοιώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποφλοιωτής αρσενικό
- ειδικός αποχυμωτής ο οποίος έχει τη δυνατότητα να διαχωρίσει τη φλούδα και τα κουκούτσια, σε φρούτα που έχουν σχετικά λεπτή αλλά σκληρή φλούδα, και να παράγει χυμό από το κυρίως φρούτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποφλοιωτής
|