απογυμνωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απογυμνωτής < απογυμνώ(νω) + -τής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.ʝi.mnoˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐γυ‐μνω‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπογυμνωτής αρσενικό
- εργαλείο που έχει μορφή λαβίδας για την απογύμνωση καλωδίων
- (χημεία) δοχείο που απομακρύνει πτητικές και αέριες ενώσεις από υγρό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- απογυμνωτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)