κόφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόφτης | οι | κόφτες |
γενική | του | κόφτη | των | κοφτών |
αιτιατική | τον | κόφτη | τους | κόφτες |
κλητική | κόφτη | κόφτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐φτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόφτης αρσενικό
- εργαλείο με δύο λαβές όπως του ψαλιδιού και δύο σιαγόνες που συναντώνται σχηματίζοντας κοφτερές ακμές. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και χρησιμοποιείται για να κόβει μεταλλικά αντικείμενα, από σύρματα μέχρι λουκέτα.
- (επάγγελμα) τεχνίτης που κόβει δέρματα ή υφάσματα ή άλλα υλικά
- ο παίκτης που έχει ως αποστολή να «κόβει» (να ανακόπτει) επιθετικές ενέργειες του αντιπάλου
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κόφτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόφτης
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κόφτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας