κόπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόπτης | οι | κόπτες |
γενική | του | κόπτη | των | κοπτών |
αιτιατική | τον | κόπτη | τους | κόπτες |
κλητική | κόπτη | κόπτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κόπτης < κόπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόπτης αρσενικό (θηλυκό κόπτρια)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αβγοκόπτης, αβγοκόφτης
- αρμοκόπτης
- ασφαλτοκόπτης
- αχυροκόπτης
- διακόπτης
- καφεκόπτης
- κονσερβοκόπτης
- κρεοκόπτης
- λαχανοκόπτης
- μπριζοδιακόπτης
- νυχοκόπτης, ονυχοκόπτης
- παγοκόπτης, παγοκόφτης
- πουροκόπτης
- πριζοδιακόπτης, μπριζοδιακόπτης
- ρακοκόπτης
- σαρκοκόπτης
- τηλεδιακόπτης
- τυροκόπτης, τυροκόφτης
- φρουτοκόπτης, φρουτοκόφτης
- χαρτοκόπτης
- χρονοδιακόπτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόπτης
|