Δείτε επίσης: Κόπτης, κοπτῆς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπτης οι κόπτες
      γενική του κόπτη των κοπτών
    αιτιατική τον κόπτη τους κόπτες
     κλητική κόπτη κόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπτης < κόπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία