Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νυχοκόπτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νυχοκόπτ
ης
οι
νυχοκόπτ
ες
γενική
του
νυχοκόπτ
η
των
νυχοκοπτ
ών
αιτιατική
τον
νυχοκόπτ
η
τους
νυχοκόπτ
ες
κλητική
νυχοκόπτ
η
νυχοκόπτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νυχοκόπτης
<
νύχι
+
κόβω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Νυχοκόπτης
(1)
νυχοκόπτης
αρσενικό
μικρό μεταλλικό
εργαλείο
για να
κόβουμε
τα
νύχια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νυχοκόπτης
αγγλικά
:
nail clipper
(en)
,
nail trimmer
(en)
γαλλικά
:
coupe-ongles
(fr)
ισπανικά
:
cortaúñas
(es)