Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλαγιοκόφτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πλαγιοκόφτ
ης
οι
πλαγιοκόφτ
ες
γενική
του
πλαγιοκόφτ
η
των
πλαγιοκοφτ
ών
αιτιατική
τον
πλαγιοκόφτ
η
τους
πλαγιοκόφτ
ες
κλητική
πλαγιοκόφτ
η
πλαγιοκόφτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλαγιοκόφτης
<
πλαγιο-
+
κόφτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλαγιοκόφτης
αρσενικό
η
φαλτσέτα