Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαλτσέτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φαλτσέτ
α
οι
φαλτσέτ
ες
γενική
της
φαλτσέτ
ας
των
φαλτσετ
ών
αιτιατική
τη
φαλτσέτ
α
τις
φαλτσέτ
ες
κλητική
φαλτσέτ
α
φαλτσέτ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαλτσέτα
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
falcetta
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαλτσέτα
θηλυκό
κοπίδι
με κοφτερή
αιχμή
, κοφτερό
μαχαίρι
Συνώνυμα
επεξεργασία
πλαγιοκόφτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαλτσέτα
γαλλικά
:
fauchette
(fr)