τυροκόφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.ɾoˈko.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ρο‐κό‐φτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυροκόφτης αρσενικό και τυροκόπτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυροκόφτης
τυροκόφτης αρσενικό και τυροκόπτης