πένσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πένσα | οι | πένσες |
γενική | της | πένσας | των | πενσών |
αιτιατική | την | πένσα | τις | πένσες |
κλητική | πένσα | πένσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πένσα < (άμεσο δάνειο) βενετική pensa
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπένσα θηλυκό
- εργαλείο με λαβή σαν του ψαλιδιού και δύο μεταλλικές λαβίδες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από έναν τεχνίτη για να κρατήσει ακίνητο ένα άλλο αντικείμενο. Ανάμεσα στις δύο λαβίδες σχηματίζεται ένα κυκλικό κενό και κάτω από αυτό υπάρχει ένας κόφτης που μπορεί να κόψει ένα σύρμα.