Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυτοτσίμπιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μυτοτσίμπιδ
ο
τα
μυτοτσίμπιδ
α
γενική
του
μυτοτσίμπιδ
ου
των
μυτοτσίμπιδ
ων
αιτιατική
το
μυτοτσίμπιδ
ο
τα
μυτοτσίμπιδ
α
κλητική
μυτοτσίμπιδ
ο
μυτοτσίμπιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυτοτσίμπιδο
<
μύτη
+
τσιμπίδα
ένα
μυτοτσίμπιδο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μυτοτσίμπιδο
ουδέτερο
(
εργαλείο
) είδος
πένσας
με αιχμηρά άκρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυτοτσίμπιδο
αγγλικά
:
needlenose pliers
(en)