τσιμπίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμπίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιμπίδα θηλυκό
- εργαλείο για το πιάσιμο και το τράβηγμα αντικειμένων
- (μεταφορικά, προφορικό) κρατικός μηχανισμός για τη σύλληψη όσων παραβιάζουν τους νόμους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσιμπίδα
|
Πηγές
επεξεργασία- τσιμπίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσιμπίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)