Δείτε επίσης: Τσιμπίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμπίδα οι τσιμπίδες
      γενική της τσιμπίδας των τσιμπίδων
    αιτιατική την τσιμπίδα τις τσιμπίδες
     κλητική τσιμπίδα τσιμπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιμπίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιμπίδα θηλυκό

  1. εργαλείο για το πιάσιμο και το τράβηγμα αντικειμένων
  2. (μεταφορικά, προφορικό) κρατικός μηχανισμός για τη σύλληψη όσων παραβιάζουν τους νόμους
     συνώνυμα: δαγκάνα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία