τσιμπιδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία

↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιμπιδάκι | τα | τσιμπιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσιμπιδάκι | τα | τσιμπιδάκια |
κλητική | τσιμπιδάκι | τσιμπιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσιμπιδάκι < τσιμπίδ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιμπιδάκι ουδέτερο
- μικρή λαβίδα για το βγάλσιμο των φρυδιών
- εξάρτημα για να συγκρατεί τα μαλλιά, πιο στενό από φουρκέτα