Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
τσιμπιδάκι (1) (για τα φρύδια)
 
τσιμπιδάκι (2) (για τα μαλλιά)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπιδάκι τα τσιμπιδάκια
      γενική
    αιτιατική το τσιμπιδάκι τα τσιμπιδάκια
     κλητική τσιμπιδάκι τσιμπιδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμπιδάκι < υποκοριστικό του τσιμπίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμπιδάκι ουδέτερο

  1. μικρή λαβίδα για το βγάλσιμο των φρυδιών
  2. εξάρτημα για να συγκρατεί τα μαλλιά, πιο στενό από φουρκέτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία