αποχυμωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.çi.moˈtis/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποχυμωτής αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποχυμωτής
|