↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχυμένος η αποχυμένη το αποχυμένο
      γενική του αποχυμένου της αποχυμένης του αποχυμένου
    αιτιατική τον αποχυμένο την αποχυμένη το αποχυμένο
     κλητική αποχυμένε αποχυμένη αποχυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχυμένοι οι αποχυμένες τα αποχυμένα
      γενική των αποχυμένων των αποχυμένων των αποχυμένων
    αιτιατική τους αποχυμένους τις αποχυμένες τα αποχυμένα
     κλητική αποχυμένοι αποχυμένες αποχυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχυμένος < απο- + χυμένος

αποχυμένος, -η, -ο

  1. (ιχθυολογία) που μόλις έχει αποθέσει τα αβγά
  2. (μεταφορικά) καταβεβλημένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη χύνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία