αποχυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααποχυμένος, -η, -ο
- (ιχθυολογία) που μόλις έχει αποθέσει τα αβγά
- (μεταφορικά) καταβεβλημένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χύνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποχυμένος
|