• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αποχυμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική αποχυμένος αποχυμένη αποχυμένο
γενική αποχυμένου αποχυμένης αποχυμένου
αιτιατική αποχυμένο αποχυμένη αποχυμένο
κλητική αποχυμένε αποχυμένη αποχυμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αποχυμένοι αποχυμένες αποχυμένα
γενική αποχυμένων αποχυμένων αποχυμένων
αιτιατική αποχυμένους αποχυμένες αποχυμένα
κλητική αποχυμένοι αποχυμένες αποχυμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αποχυμένος < απο- + χυμένος

  ΜετοχήΕπεξεργασία

αποχυμένος, -η, -ο

  1. (ιχθυολογία) που μόλις έχει αποθέσει τα αβγά
  2. (μεταφορικά) καταβεβλημένος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη χύνω

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • απόχυμα
  • αποχυμωτής

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αποχυμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποχυμένος&oldid=4281933"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Δεκεμβρίου 2019, στις 19:18

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Δεκεμβρίου 2019, στις 19:18.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie