απόχυμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απόχυμα < ελληνιστική κοινή ἀπόχυμα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απόχυμα ουδέτερο
- νερό στο οποίο έχουμε βράσει όσπρια και το οποίο πετάμε
- (κακόσημο) (ανθρώπινο) σπέρμα
- (ιδιωματικό) εκσπερμάτιση
- (ιχθυολογία) η ωοτοκία (των ψαριών)
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απόχυμα