ωοτοκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωοτοκία | οι | ωοτοκίες |
γενική | της | ωοτοκίας | των | ωοτοκιών |
αιτιατική | την | ωοτοκία | τις | ωοτοκίες |
κλητική | ωοτοκία | ωοτοκίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωοτοκία θηλυκό
- ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγονται ορισμένα ζώα (ψάρια, πτηνά κι έντομα): το θηλυκό γεννά αυγά, γονιμοποιημένα ή όχι, τα οποία εκκολάπτονται, όταν ο οργανισμός του νέου ζώου έχει ολοκληρωθεί