Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποφλοιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποφλοιωμέν
ος
η
αποφλοιωμέν
η
το
αποφλοιωμέν
ο
γενική
του
αποφλοιωμέν
ου
της
αποφλοιωμέν
ης
του
αποφλοιωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποφλοιωμέν
ο
την
αποφλοιωμέν
η
το
αποφλοιωμέν
ο
κλητική
αποφλοιωμέν
ε
αποφλοιωμέν
η
αποφλοιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποφλοιωμέν
οι
οι
αποφλοιωμέν
ες
τα
αποφλοιωμέν
α
γενική
των
αποφλοιωμέν
ων
των
αποφλοιωμέν
ων
των
αποφλοιωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποφλοιωμέν
ους
τις
αποφλοιωμέν
ες
τα
αποφλοιωμέν
α
κλητική
αποφλοιωμέν
οι
αποφλοιωμέν
ες
αποφλοιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποφλοιωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποφλοιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αποφλοιωμένος, -η, -ο
που έχει
αποφλοιωθεί
, που έχει χάσει τον
φλοιό
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποφλοιωμένος
γαλλικά
:
écorcé
(fr)