peel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | peel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peels |
αόριστος | peeled |
παθητική μετοχή | peeled |
ενεργητική μετοχή | peeling |
Ρήμα
επεξεργασίαpeel (en)
- (αμετάβατο) ξεφλουδίζω, για μια επιφάνεια που αφαιρούνται στενά ή μικρά κομμάτια από κάτι που καλύπτει κάτι
- ⮡ He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
- Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.
- ⮡ He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.