• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κονίαμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονίαμα τα κονιάματα
      γενική του κονιάματος των κονιαμάτων
    αιτιατική το κονίαμα τα κονιάματα
     κλητική κονίαμα κονιάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κονίαμα < αρχαία ελληνική κονίαμα < κόνις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονίαμα ουδέτερο

  • (λόγιο) μείγμα άμμου, νερού και κονίας, που χρησιμοποιείται στο σοβάτισμα ή ως συνδετικό υλικό κατά την κατασκευή της τοιχοποιίας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αμμασβεστοκονίαμα
  • αμμοκονίαμα
  • ασβεστοκονίαμα
  • γυψοκονίαμα
  • μαρμαροκονίαμα
  • τσιμεντοκονίαμα
  • → δείτε τις λέξεις κονία, κόνις και σκόνη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κονίαμα
  • γαλλικά : mortier (fr)
  • γερμανικά : Mörtel (de)

λατινικά : caementum (la)

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κονίαμα&oldid=6722269"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Μαΐου 2024, στις 20:24

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Μαΐου 2024, στις 20:24.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας