Δείτε επίσης: κωνία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονία οι κονίες
      γενική της κονίας των κονιών
    αιτιατική την κονία τις κονίες
     κλητική κονία κονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόνις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονία θηλυκό

  1. εύπλαστο μείγμα που αποτελείται από υγρά υλικά και υλικά σε μορφή σκόνης, το οποίο σκληραίνει όταν πήζει, και χρησιμοποιείται κυρίως για τη σύνδεση στερεών οικοδομικών υλικών
  2. (παρωχημένο) αλισίβα για πλύσιμο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία