Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικονίαση οι επικονιάσεις
      γενική της επικονίασης* των επικονιάσεων
    αιτιατική την επικονίαση τις επικονιάσεις
     κλητική επικονίαση επικονιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικονιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικονίαση < ἐπικονίασις < (ελληνιστική κοινή) ἐπικονιάω/ἐπικονιῶ < ἐπί + κονία < κόνις
Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1890 από τον Κωνσταντίνο Μητσόπουλο (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 396)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικονίαση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία