γύρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γύρη < ελληνιστική γῦρις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγύρη θηλυκό
- κόκκοι των λουλουδιών, κυρίως κίτρινου χρώματος, που χρησιμεύουν στη γονιμοποίηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γύρη στη Βικιπαίδεια
γύρη θηλυκό