pollen
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pollen (en)
- η γύρη
Επεξεργασία
- pollenarious
- pollen count
- pollen counter
- pollen grain
- polleniferous
- pollenize, pollenise
- pollenlike
- pollen parent
- pollen tube
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pollen (fr) αρσενικό
- η γύρη