Ετυμολογία

επεξεργασία
επικονιάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐπικονιάω/ἐπικονιῶ < ἐπί + κονία παθητική φωνή επικονιάζομαι, μετοχή παθητικού παρακειμένου επικονιασμένος < κόνις < ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ) polliniser

επικονιάζω

  • (βοτανική) εναποθέτω γύρη στο στίγμα του άνθους και συντελώ έτσι στη γονιμοποίηση
    Εδώ και δεκαετίες είναι γνωστό ότι πολλά φυτά επικοινωνούν μέσω χημικών σινιάλων, καθώς και μέσω της άμεσης φυσικής επαφής, προκειμένου να εμποδίσουν την ανάπτυξη των ανταγωνιστών τους ή να προσελκύσουν τα έντομα που τα επικονιάζουν. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία