επικονιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικονιασμός < επικονιάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐπικονιῶ < ἐπί + κονία < κόνις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικονιασμός αρσενικό
- (βοτανική) → δείτε τη λέξη επικονίαση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επικονιασμός
|