Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικονιάζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
επικονιάζομαι
< παθητική φωνή του
επικονιάζω
Ρήμα
επεξεργασία
επικονιάζομαι
(
βοτανική
) όταν ένα έντομο μεταφέρει
γύρη
από ένα
φυτό
και την κολλάει στον
ύπερο
ενός άλλου