μαρμαροκονίαμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɾ.ma.ɾo.koˈni.a.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐μα‐ρο‐κο‐νί‐α‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρμαροκονίαμα ουδέτερο
- κονίαμα που περιέχει μαρμαρόσκονη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρμαροκονίαμα
|