mortier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mortier | mortiers |
mortier (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο όλμος
- το τσιμέντο, μείγμα σκόνης τσιμέντου με νερό
- το γουδί
ενικός | πληθυντικός |
mortier | mortiers |
mortier (fr) αρσενικό