γουδί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουδί | τα | γουδιά |
γενική | του | γουδιού | των | γουδιών |
αιτιατική | το | γουδί | τα | γουδιά |
κλητική | γουδί | γουδιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γουδί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γδ(ίν) με ανάπτυξη του φθόγγου [u][1] < μεσαιωνική ελληνική ἰγδίν < ἰγδίον < αρχαία ελληνική ἴγδις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣuˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐δί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουδί ουδέτερο
- (κουζινικά) το σκεύος που χρησιμοποιείται για κοπάνισμα διάφορων υλικών και ανάμειξη μειγμάτων, όπως η σκορδαλιά· το υλικό τοποθετείται στο κοίλο μέρος και δουλεύεται με το γουδοχέρι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- το γουδί, το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι (για την επανάληψη των ίδιων λόγων ή/και ενεργειών)
- ≈ συνώνυμα: Τα ίδια και τα ίδια. Τα ίδια, Παντελάκη μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουδί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γουδί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας