γουδόχερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣuˈðo.çe.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐δό‐χε‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουδόχερο ουδέτερο
- άλλη μορφή του γουδοχέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουδόχερο
|
γουδόχερο ουδέτερο
|