γουδοχέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουδοχέρι | τα | γουδοχέρια |
γενική | του | γουδοχεριού | των | γουδοχεριών |
αιτιατική | το | γουδοχέρι | τα | γουδοχέρια |
κλητική | γουδοχέρι | γουδοχέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣu.ðoˈçe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐δο‐χέ‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
γουδοχέρι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- το γουδί το γουδοχέρι (και τον κόπανο στο χέρι): για κάτι που επαναλαμβάνεται