Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pestle pestles

pestle (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • muddler (ειδικά για παρασκευή ποτών, κοκτέιλ)
ενεστώτας pestle
γ΄ ενικό ενεστώτα pestles
αόριστος pestled
παθητική μετοχή pestled
ενεργητική μετοχή pestling

pestle (en)