χαβάνι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαβάνι | τα | χαβάνια |
γενική | του | χαβανιού | των | χαβανιών |
αιτιατική | το | χαβάνι | τα | χαβάνια |
κλητική | χαβάνι | χαβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαβάνι ουδέτερο
- (κουζινικά) ορειχάλκινο γουδί για το κοπάνισμα ξηρών καρπών, των καβουρδισμένων κόκκων του καφέ κλπ (και από πέτρα ή μάρμαρο ειδικά γαι τον καφέ παλιότερα)
- όργανο με το οποίο ψιλοκοβόταν παλιά ο καπνός για να φτιαχτούν τσιγάρα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαβάνι
|