↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἴγδῐς αἱ ἴγδεις
      γενική τῆς ἴγδεως τῶν ἴγδεων
      δοτική τῇ ἴγδει ταῖς ἴγδεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἴγδῐν τὰς ἴγδεις
     κλητική ! ἴγδῐ ἴγδεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴγδει
γεν-δοτ τοῖν  ἰγδέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἴγδις ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Σόλωνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἴγδις, -εως θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία