ἴγδις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἴγδῐς | αἱ | ἴγδεις |
γενική | τῆς | ἴγδεως | τῶν | ἴγδεων |
δοτική | τῇ | ἴγδει | ταῖς | ἴγδεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἴγδῐν | τὰς | ἴγδεις |
κλητική ὦ! | ἴγδῐ | ἴγδεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴγδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰγδέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἴγδις ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Σόλωνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἴγδις, -εως θηλυκό
- το γουδί
- ※ 7ος πκε αιώνας Σόλων, Απόσπασμα 39 @poesialatina.it
- σπεύδουσι δ᾽ οἱ μὲν ἲγδιν, οἱ δὲ σίλφιον
οἱ δ᾽ ὄξος,
- σπεύδουσι δ᾽ οἱ μὲν ἲγδιν, οἱ δὲ σίλφιον
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 27 , 629f, @scaife.perseus, @el.wikisource
- καὶ γελοῖαι δ’ εἰσὶν ὀρχήσεις ἴγδις καὶ μακτρισμὸς ἀπόκινός τε καὶ σοβάς, ἔτι δὲ μορφασμὸς καὶ γλαὺξ καὶ λέων ἀλφίτων τε ἔκχυσις καὶ χρεῶν ἀποκοπή·
- ※ 7ος πκε αιώνας Σόλων, Απόσπασμα 39 @poesialatina.it
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα μεσαιωνικά ελληνικά: ἰγδίον, γδί
- στα νέα ελληνικά: γουδί
Πηγές
επεξεργασία- ἴγδις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴγδις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.