Δείτε επίσης: όλμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὅλμος οἱ ὅλμοι
      γενική τοῦ ὅλμου τῶν ὅλμων
      δοτική τῷ ὅλμ τοῖς ὅλμοις
    αιτιατική τὸν ὅλμον τοὺς ὅλμους
     κλητική ! ὅλμε ὅλμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὅλμω
γεν-δοτ τοῖν  ὅλμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὅλμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὅλμος, -ου αρσενικό

  1. στρόγγυλη λεία πέτρα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 147 (145-147)
    Ἱππόλοχος δ᾽ ἀπόρουσε, τὸν αὖ χαμαὶ ἐξενάριξε, | χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ᾽ αὐχένα κόψας, | ὅλμον δ᾽ ὣς ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι᾽ ὁμίλου.
    τον άλλον, που επετάχθηκε να φύγει, ρίχνει χάμου, | τα χέρια και την κεφαλήν τού κόφτει με το ξίφος | και τον αμπώθει ως κύλινδρον στο πλήθος να κυλάει.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (κουζινικά) γουδί
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 423 (423-424)
    ὄλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν, | ἄξονα δ᾽ ἑπταπόδην· μάλα γάρ νύ τοι ἄρμενον οὕτω·
    Τριών ποδιών κόψε γουδί, τρεις πήχεις γουδοχέρι, | εφτά πόδια άξονα. Πολύ κατάλληλος μ᾽ αυτόν τον τρόπο θα ᾽ναι.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 200.1
    ἐσβάλλουσι ἐς ὅλμον καὶ λεήναντες ὑπέροισι σῶσι διὰ σινδόνος· καὶ ὃς μὲν ἂν βούληται αὐτῶν ἅτε μᾶζαν μαξάμενος ἔδει, ὁ δὲ ἄρτου τρόπον ὀπτήσας.
    τα βάζουνε σ᾽ ένα γουδί, τα κοπανίζουν με το γουδοχέρι, κι ύστερα τα περνούν από ένα τουλπάνι. Όποιου του αρέσει, αποκεί και πέρα τα ζυμώνει και τα τρώει έτσι σαν πίτες, ή πρώτα τα ψήνει όπως το ψωμί.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἴγδη, ἴγδις, θυεία, θυείη, λίγδος
  3. (κουζινικά) σκαφίδι που χρησιμοποιείται για ζύμωμα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 238 (236-238)
    ἥβης ἐκείνης, ἡνίκ᾽ ἐν Βυζαντίῳ ξυνῆμεν | φρουροῦντ᾽ ἐγώ τε καὶ σύ· κᾆτα περιπατοῦντε νύκτωρ | τῆς ἀρτοπώλιδος λαθόντ᾽ ἐκλέψαμεν τὸν ὅλμον·
    Τ᾽ απομεινάρια είμαστ᾽ εμείς απ᾽ τη χρυσή νεολαία, απ᾽ του Βυζάντιου | τη φρουρά· μια νύχτα εκεί μαζί σου | τη σκάφη μιας φουρνάρισσας έκλεψα εγώ, θυμήσου·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  4. κοίλο κάθισμα της Πυθίας απ' όπου έδινε χρησμούς
  5. (μουσικό όργανο) το στόμιο του αυλού
  6. πέτρα που χρησίμευε ως βάρος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία