→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕπερος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὕπερος, -ου αρσενικό & ὕπερον ουδέτερο

  1. (κουζινικά) κόπανος, γουδοχέρι
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 423 (423-424)
    ὄλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν, | ἄξονα δ᾽ ἑπταπόδην· μάλα γάρ νύ τοι ἄρμενον οὕτω·
    Τριών ποδιών κόψε γουδί, τρεις πήχεις γουδοχέρι, | εφτά πόδια άξονα. Πολύ κατάλληλος μ᾽ αυτόν τον τρόπο θα ᾽ναι.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 200.1
    ἐσβάλλουσι ἐς ὅλμον καὶ λεήναντες ὑπέροισι σῶσι διὰ σινδόνος· καὶ ὃς μὲν ἂν βούληται αὐτῶν ἅτε μᾶζαν μαξάμενος ἔδει, ὁ δὲ ἄρτου τρόπον ὀπτήσας.
    τα βάζουνε σ᾽ ένα γουδί, τα κοπανίζουν με το γουδοχέρι, κι ύστερα τα περνούν από ένα τουλπάνι. Όποιου του αρέσει, αποκεί και πέρα τα ζυμώνει και τα τρώει έτσι σαν πίτες, ή πρώτα τα ψήνει όπως το ψωμί.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἄκμων, δοῖδυξ, λάκτις, ἀλετρίβανος
  2. καθετί που έχει σχήμα σαν γουδοχέρι, ρόπαλο, ραβδί
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ ἠθικῆς ἀρετῆς, Section 10, 449f @scaife.perseus
    ὁ μὲν γὰρ ὑπέροις σιδηροῖς κατέπτισσε καὶ κατέκοπτεν ἐκεῖνον ὁ δὲ τῷ Φιλήμονι τὸν δήμιον ἐκέλευσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐπιθεῖναι γυμνὴν τὴν μάχαιραν εἶτʼ ἀφεῖναι.