δοῖδυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δοιδῡκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | δοῖδυξ | οἱ | δοίδυκες | |
γενική | τοῦ | δοίδυκος | τῶν | δοιδύκων | |
δοτική | τῷ | δοίδυκῐ | τοῖς | δοίδυξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | δοίδυκᾰ | τοὺς | δοίδυκᾰς | |
κλητική ὦ! | δοῖδυξ | δοίδυκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοίδυκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δοιδύκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοῖδυξ < προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει η κατάληξη -ῡκ στο θέμα της λέξης[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοῖδυξ, -υκος αρσενικό
- (κουζινικά) γουδοχέρι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 984 (982-984)
- οὐκ ἂν ἤ-|στην σκεύει δύο χρησίμω, | δοῖδυξ οὐδὲ τορύνη.
- θα μας ήταν | άχρηστα δυο κουζινικά: | γουδοχέρι και κουτάλα.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐκ ἂν ἤ-|στην σκεύει δύο χρησίμω, | δοῖδυξ οὐδὲ τορύνη.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 711 (710-711)
- ἔπειτα παῖς αὐτῷ λίθινον θυείδιον | παρέθηκε καὶ δοίδυκα καὶ κιβώτιον.
- Και το παιδί τού φέρνει ένα πετρένιο | γουδί και γουδοχέρι — και κουτί.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἔπειτα παῖς αὐτῷ λίθινον θυείδιον | παρέθηκε καὶ δοίδυκα καὶ κιβώτιον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 984 (982-984)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δοῖδυξ σελ. 344 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- δοῖδυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοῖδυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.