Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δοιδῡκ-
ονομαστική δοῖδυξ οἱ δοίδυκες
      γενική τοῦ δοίδυκος τῶν δοιδύκων
      δοτική τῷ δοίδυκ τοῖς δοίδυξ(ν)
    αιτιατική τὸν δοίδυκ τοὺς δοίδυκᾰς
     κλητική ! δοῖδυξ δοίδυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοίδυκε
γεν-δοτ τοῖν  δοιδύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοῖδυξ < προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει η κατάληξη -ῡκ στο θέμα της λέξης[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοῖδυξ, -υκος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. δοῖδυξ σελ. 344 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία