πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόπαλο τα ρόπαλα
      γενική του ρόπαλου
& ροπάλου
των ρόπαλων
& ροπάλων
    αιτιατική το ρόπαλο τα ρόπαλα
     κλητική ρόπαλο ρόπαλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρόπαλο ουδέτερο

  • χοντρό ραβδί, με πιο πλατύ το ένα άκρο, που χρησιμοποιείται συνήθως σε επιθετικές ενέργειες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία